- ανδροφάγος
- ἀνδροφάγος, ὁ (Α)ανθρωποφάγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνδροφάγος — eating men masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγον — ἀνδροφάγος eating men masc/fem acc sg ἀνδροφάγος eating men neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγα — ἀνδροφάγος eating men neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγοι — ἀνδροφάγος eating men masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγοιο — ἀνδροφάγος eating men masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγοις — ἀνδροφάγος eating men masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγους — ἀνδροφάγος eating men masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγων — ἀνδροφάγος eating men masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγῳ — ἀνδροφάγος eating men masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek